και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή»
Έκπληκτοι οι παρευρισκόμενοι στην εκδήλωση του περασμένου Σαββάτου, στην αίθουσα θεάτρου του ιστορικού υπεραιωνόβιου «Αναγνωστήριου» της Αγιάσου, άκουσαν το γνωστό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, με το οποίο 100 περίπου ανήλικοι και ασυνόδευτοι Αφγανοί πρόσφυγες στη Λέσβο ξεκίνησαν την αφήγηση των προσωπικών μαρτυριών προσφυγιάς.
Ο Μουσταφά, ο Νογιάν, ο Χαμίντ, ο Ιμπραήμ, ο Αλί, όλοι τους 15 με 16 χρόνων, παιδιά που έφτασαν μοναχά τους από την κεντρική Ασία μέχρι εδώ, ψάχνοντας - γιατί άλλο; - για ζωή. Κι εδώ; Εδώ στο αδιέξοδο. «Δε μας αφήνουν να έρθουμε, δε μας αφήνουν να μείνουμε, δε μας αφήνουν να φύγουμε.»
Η κραυγή αγωνίας από τα παιδιά που μένουν στη Μονάδα Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανήλικων Προσφύγων στην Αγιάσο, στη «Villa Azadi», στο «Σπίτι της Ελευθερίας».
Μαζί κι οι μαρτυρίες τους που ένας-ένας κατέθετε σε όλους, σα χέρι γνωριμίας και συνάμα φιλίας. Πώς φτάσαμε έως εδώ, πώς ζήσαμε, τι θέλουμε… «O πατέρας μου ήταν αγρότης και κάθε μέρα είχαμε τσακωμούς στην περιοχή για το νερό και το πότισμα των χωραφιών», λέει ο Ιμπραήμ. Και συνεχίζει: «Γύρω στα 13, όταν πια μπορούσα να σηκώσω όπλα, με πλησίασαν διάφοροι για να στρατευθώ στις ομάδες τους. Κινδύνευα να με απαγάγουν. Λίγα χρόνια η οικογένειά μου άντεξε αυτήν την κατάσταση. Παίζαμε το θάνατο κάθε μέρα. Φύγαμε…»
Στο δρόμο…
Κι από εκεί… Από την πρώτη στάση με την οικογένεια, στο δρόμο. «Με βοήθησε ένας φίλος με λίγα χρήματα», προσθέτει ο Αλί. «Στη μάνα μου δεν είπα τίποτα… Δεν άντεξα. Από το Ιράν στα σύνορα της Τουρκίας. Σε ένα μέρος όπου τη μέρα μας έκαιγε ο ήλιος και τη νύχτα έκανε φοβερό κρύο. Μας έδιναν φαγητό και νερό μια φορά την ημέρα. 70 άτομα. Μας έβαλαν σε ένα φορτηγό και ταξιδεύαμε για έξι με επτά ώρες. Το φορτηγό ήταν σαν ψυγείο. Μετά περπατήσαμε δυο μέρες και φτάσαμε στο Βαν. 97 άτομα μας έβαλαν σε ένα φορτηγό. Ταξίδι 35 ώρες. Στη διάρκειά του φάγαμε ένα μπισκότο με ένα μπουκαλάκι νερό. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. Όταν βγήκαμε δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε…»
Ο Χαμίντ συνεχίζει…«Έμεινα τέσσερις μήνες στην Κωνσταντινούπολη και δούλεψα για να βρω χρήματα. Τα χρήματα αυτά τα έδωσα σε ένα λαθρέμπορο, ο οποίος μάς πήγε στη θάλασσα, μας έδειξε τα νησιά και μας είπε “Εκεί είναι η Ελλάδα”. Φουσκώσαμε τη βάρκα και πέσαμε στη θάλασσα. 1,5 ώρα μετά βρέθηκα στο νερό και νόμιζα ότι πνίγομαι. Ευτυχώς με έσωσαν οι φίλοι μου. Λίγο πριν φθάσουμε μας έπιασε το Λιμενικό της Τουρκίας. Μας έδειραν και στη συνέχεια μας παρέδωσαν στην Αστυνομία. Δήλωσα Μαυριτανός για να μη με απελάσουν, με ελευθέρωσαν δυο μήνες μετά. Τελικά έμεινα στην Τουρκία 1,5 χρόνο όπου δούλευα για να μαζέψω λεφτά με τα οποία άλλες τέσσερις φορές προσπάθησα να φύγω. Κάθε φορά με πιάνανε. Με χτύπησαν, μου πήραν τα χρήματα, πείνασα, αρρώστησα. Έκανα τον κωφάλαλο για να μη με απελάσουν.Την τελευταία φορά που μας συνέλαβε το Λιμενικό, πέταξαν όλα μας τα πράγματα στα νερά, μας χτύπησαν με κλοτσιές και ξύλα και μας πήγαιναν προς την Τουρκία. Πίσω… Καθώς επιστρέφαμε, μάζεψαν από μία άλλη βάρκα και μια οικογένεια με μικρά παιδιά. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο τελικά μας έφεραν στη Μυτιλήνη. Έτσι φτάσαμε στην Ελλάδα.»
Ξύλο στην Πάτρα
Κι από τη Μυτιλήνη στην Πάτρα. Ο Νογιάν αφηγείται.«Μια μέρα μαζί με άλλους πέντε καταφέραμε να μπούμε σε ένα φορτηγό. Μ’ έπιασαν. Με χτύπησαν άγρια. Έχασα τις αισθήσεις μου. Οι φίλοι μου με κουβάλησαν. Νόμιζα ότι δε θα ξαναπερπατήσω. Κάθε βράδυ οι φίλοι με έτριβαν με ό,τι έβρισκαν για να γίνω καλά. Έγινα καλά σε τρεις εβδομάδες. Έφυγα πάλι για Αθήνα. Πήγα σε έναν οργανισμό για τους πρόσφυγες και με βοήθησαν να έρθω στη “βίλα αζαντί”. Θα ήθελα να ζήσω εδώ αλλά η χώρα δε δίνει άσυλο. Στις άλλες χώρες της Ευρώπης είναι πιο εύκολο να πάρεις άσυλο.
Η Ελλάδα μού λέει να φύγω, αλλά δε με αφήνουν να φύγω. Είμαι σε αδιέξοδο. Είμαι παγιδευμένος…» Ο Μουσταφά, πάντα από τη σκηνή του «Αναγνωστηρίου» της Αγιάσου, λέει: «Όταν έφτασα στην Ελλάδα δεν είχα παπούτσια. Τα είχα χάσει στη θάλασσα. Είχα μόνο ένα μπλουζάκι και ένα σορτς. Ένιωθα όμως ευτυχισμένος. Είχα φτάσει σε έναν τόπο που θα μπορούσα να ζήσω επιτέλους. Μέσα σε τρεις μήνες τα είχα καταλάβει όλα. Είχα μάθει πια πως στην Ελλάδα δε δίνουν άσυλο, αλλά ούτε και σε αφήνουν να πας σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα που θα μπορούσες να πάρεις. Ήθελα να φύγω από δω. Λίγο ακόμα ταξίδι για να αρχίσω να ζω. Προσπάθησα. Δεν τα κατάφερα. Νιώθω παγιδευμένος. Ένα χαρτί που μου λέει να εγκαταλείψω τη χώρα αλλά όλες οι πόρτες της χώρας κλειστές, με άγριους αστυνομικούς που σε στέλνουν σε νοσοκομεία και φυλακές. Δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει και ούτε άλλο κουράγιο να προσπαθώ να φύγω πηδώντας σε φορτηγά. Είμαι αναγκασμένος να μείνω εδώ. Θα κάνω αίτημα για άσυλο και ας ξέρω ότι λίγες είναι οι πιθανότητες να πάρω. Δε σταματώ ποτέ να ελπίζω. Ελπίζω ακόμα πως θα τα καταφέρω να ζήσω. Και άλλοι τα κατάφεραν.»
Η «άλλη» Ελλάδα!
«Η “βίλα αζαντί”», λέει η κοινωνική ανθρωπολόγος Σαλίνια Στρουκς, συντονίστρια της Μονάδας, «φιλοξενεί περίπου 100 ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες, ηλικίας περίπου 16 ετών. Οι ανήλικοι στέλνονται στη Μονάδα με εντολή του υπουργείου Υγείας και φιλοξενούνται σε αυτήν ενώ τους παρέχονται νομική και ψυχολογική στήριξη, ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα, κοινωνική υποστήριξη, επαγγελματικός και εκπαιδευτικός προσανατολισμός, διασύνδεση και δικτύωση, ενώ μαθαίνουν την Ελληνική και άλλες ξένες γλώσσες.»
«Η σημασία της εκδήλωσης ήταν μεγάλη γιατί πρώτη φορά μετά από ένα σχεδόν χρόνο, η τοπική κοινωνία, παραμερίζοντας τους αρχικούς φόβους και δισταγμούς της, είχε την ευκαιρία να ‘ρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τα παιδιά αυτά και ν’ ακούσει από το στόμα τους την οδύσσειά τους και τις ανείπωτες περιπέτειές τους που δεν έχουν τελειωμό», είπε ο δήμαρχος Αγιάσου, Χρύσανθος Χατζηπαναγιώτης. Και συνέχισε: «Κοινός στόχος η ανανέωση αυτής της επικοινωνίας και η καλύτερη σφυρηλάτηση αυτής της αμφίδρομης σχέσης, που θα συμβάλει στην ομαλή ένταξη των ανήλικων προσφύγων στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι.»
Με 17 εργαζομένους όλων των ειδικοτήτων, το σπίτι της ελευθερίας στην ορεινή Αγιάσο της Λέσβου αποτελεί σήμερα μια όαση ανθρωπιάς, μια πραγματική αγκαλιά σε δοκιμαζόμενα παιδιά πρόσφυγες, μια άλλη εικόνα από αυτήν της κάθε «σκούπας» στην Ομόνοια και τον Άγιο Κωνσταντίνο, που πλημμυρίζουν τις εικόνες των τηλεοράσεων. Υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα, υπάρχουν κι αυτοί οι Έλληνες…
του Στρ. Μπαλάσκα από το "Εμπρός", 17/06/2009
.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου