1 Νοε 2008

ΣΚΟΥΦΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΜΕΡΟΣ Γ΄


συνέχεια από Μέρος Β΄

Γ. Αθ. Σκούφος - Μέρος Γ΄, (1949 - 12/08/2006)

Μετά το θάνατο των καπεταναίων στα Άντρια (02/10/1950), είχε μείνει μόνο μια μικρή ομάδα ανταρτών στα βόρεια μέρη του νησιού - γύρω στα δεκαπέντε άτομα - με επικεφαλής τον Κώστα Αχλιόπιτα.


«Η ύπαιθρος απηλλάγη από τους Συμμορίτας - Πως κατεφέρθη το θανάσιμον πλήγμα», Δημοκράτης, 05/10/1950.


Σκούφος και Αχλιόπιτας ξανανταμώσανε με τη βοήθεια συνδέσμων το 1951 και μείνανε μαζί μέχρι την παραμονή των Ταξιαρχών, 7 Νοέμβρη 1955, οπότε κατεβήκανε τελευταίοι από το βουνό κάνοντας χρήση των ευεργετημάτων του Ν.Δ. 3382/1955 (ΦΕΚ 260/Α΄ / 26-09-1955) «Περί παροχής ευεργετημάτων εις αυθορμήτως προσερχόμενους ή προσελθόντος κομμουνιστοσυμμορίτας» που ψήφισε η κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου.

Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού προβλέπονταν ότι «Όσοι εκ των δρασάντων, στασιαστικώς ή εκνόμως, μεμονωμένως ή καθ΄ ομάδας και καθ΄ οιονδήποτε τρόπον, ενεφασίσθησαν αυθορμήτως από 01/04/1955 μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος ή εμφανισθώσιν εντός δύο μηνών από ταύτης και παραδοθώσιν, αφοπλιζόμενοι ενώπιον οιασδήποτε Δημοσίας Αρχής, απολαύουσι των ευεργετημάτων του άρθρου 8 του Α.Ν. 1504/50 «περί αναθεωρήσεως αποφάσεων των Στρατοδικείων κλπ», ως και των τοιούτων του άρθρου 9 του Νόμου 2058/52 «περί μέτρων ειρηνεύσεως», διά τα παρ΄ αυτών, μέχρι της 01/06/1955, διαπραχθέντα αδικήματα, τ΄ αναφερόμενα εις το ως άνω άρθρον 9, πλην των αδικημάτων του Α.Ν. 375/36 και λοιπών περί κατασκοπείας εν γένει διατάξεων, λιποταξίας, αυτομολίας και εγκαταλείψεως θέσεως εν γένει».

Για το «κατέβασμα» από το βουνό λέει:
«Το 1952 η κυβέρνηση Πλαστήρα ψήφισε ένα νόμο «περί μέτρων επιείκειας», που ήταν η καλύτερη σε σχέση με την προηγούμενη αμνηστία. Δεν προϋπόθετε ούτε να καρφώσεις ούτε να κάνεις δήλωση ούτε τίποτα. Αλλά εγώ δεν έκανα χρήση αυτής της δυνατότητας. Με την αμνηστία του ΄52 κατέβηκαν από το βουνό ο
Αδαλής ο Αντρέας, ο Θεολόγος ο Καραβερβέρης, καθώς και οι αδελφοί Πολυχρονιάδη, που ήταν παράνομοι μέσα στην πόλη. Και καλά έκαναν. Το 1955 η κυβέρνηση Παπάγου επανέφερε τα μέτρα επιείκειας του Πλαστήρα. Ήμουν κατεβασμένος στην Ουτζά, σε έναν τσοπάνο σύνδεσμό μας και το ΄μαθα. Ειδοποίησα τον πατέρα μου, ο οποίος ήρθε και μου είπε ότι ήταν εκείνες τις μέρες στη Μυτιλήνη κλιμάκιο της ΕΔΑ με Σαράφη, Γλέζο, Ηλιού. Του ζήτησα να πάει να τους βρει και να πάρει εντολή από κάποιον από τους τρεις, για να κατέβω από το βουνό. Ο πατέρας μου βρήκε τον Ηλιού. Εκείνος του ΄δωσε το Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως με τις διατάξεις της αμνηστίας και με αυτό το χαρτί κατεβήκαμε από το βουνό εγώ και ο Αχλιόπιτας».

Η κάθοδος απ΄ το βουνό των δύο τελευταίων μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου απασχόλησε τον Τύπο της εποχής, τοπικό και αθηναϊκό. Παραθέτουμε τίτλους από κάποια χαρακτηριστικά δημοσιεύματα:

«Καταζητούμενοι από το 1945. Οι τελευταίοι δύο συμορίται της Λέσβου παρεδόθησαν χθες», Ακρόπολις της 08/11/1955.
«Οι δυό τελευταίοι φυγόδικοι της ομάδος Πασχαλιά, Σκούφος και Αχλιόπιτας, παρεδόθησαν και αφέθηκαν αμέσως ελεύθεροι», Ταχυδρόμος της 09/11/1955.

























Αφηγείται στους Π. Κουτσκουδή και Β. Καλογερά σε μια από τις επισκέψεις στο σπίτι του, στις 26/06/2004:
«Όταν παρουσιάσθηκα στις Αρχές, εδώ στο Γαϊδαρανήφορο, μου δίνει ο Μουργκόγιαννης ο ταξίαρχος το χέρι του και μου λέει: «Παιδί μου, παρόλο που άμα σ΄ έπιανα θα έπαιρνα ένα άστρο ακόμα, σε συγχαίρω, γιατί είσαι παλικάρι. Τώρα μένει άλλος ένας». Του λέω: «Όχι, δε μένει. Ελάτε να πάμε να τον πάρουμε».

«Πήγα στο συμφωνημένο σημείο (στην κορυφή της Λάρσου) και πήρα τον Κώστα. Στο μεταξύ το νέο διαδόθηκε στη Μυτιλήνη και το αυτοκίνητο που μας κατέβασε στην πόλη, για να διασχίσει τα 200 μέτρα της Λαγκάδας, έκανε μια ώρα. Μας έγινε υποδοχή ηρώων. Δε μας αφήνανε να περάσουμε, να ΄ταν τρόπος να το σηκώσουν».

«Όταν πήγαμε στο γραφείο του Ανώτερου Διοικητή, αυτός με κέρασε καφέ, και μου είπε: «Παιδί μου, να σου μιλήσω σαν πατέρας; Μη βλέπεις τώρα που σε κερνούνε και σε καλοπιάνουνε και σε χαϊδεύουνε. Η υπηρεσία μας θα σε κυνηγήσει αργότερα. Γιατί μας ταπείνωσες. Ο Μάλλιος είχε πάρει άστρο για να πάει διοικητής στο Βόλο και δεν έφευγε από το νησί, αν δεν έπιανε και σένα. Θες να μου δώσεις το λόγο σου ότι δε θα ανακατευτείς ξανά στα κομματικά και να σε βάλω στου Σουρλάγκα ή στου Καλαμάρη το εργοστάσιο, για να ζήσεις τη γυναίκα σου;» Του λέω: «Αυτό δεν γίνεται». Τότε μου λέει: «Σήκω και φύγε στην Αθήνα, που είναι μεγάλη πόλη, και θα περάσεις απαρατήρητος». Λέω: «Ούτε αυτό γίνεται. Εδώ δεν μπορέσατε να με πιάσετε και να με εξορίσετε εσείς, θα αυτοεξοριστώ εγώ;».

Και πράγματι, τόσο τα χρόνια που προηγήθηκαν όσο κι αυτά που ακολούθησαν ήταν μαύρα.

«Ο πατέρας μου είχε ένα μαγαζί (καφενείο) στη Λαγκάδα, το οποίο, όσο εγώ ήμουν στο βουνό, υπολειτουργούσε, γιατί τον περισσότερο καιρό έλειπαν οι γονείς μου στην εξορία. Βλέπετε, ήταν γονείς αντάρτη επικηρυγμένου με 20.000.000 δρχ. Τα χρόνια που η ΕΔΑ είχε δύναμη, περάσαμε ήσυχα. Το καφενείο μας ήταν το στέκι όλων των αριστερών εν γένει. Αλλού φοβόταν να τους δεχτούν. Το παλιό μας καφενείο βρισκόταν στο μέσον της Λαγκάδας, 100 μέτρα κάτω από την εκκλησία, και το νεότερο κάτω στον πλάτανο, στη θέση «Πόρτες» (λεγόταν έτσι, γιατί οι πύλες του φρουρίου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έφταναν μέχρι εκεί). Στο μεταξύ παντρεύτηκα μια κοπέλα, που την είχα γνωρίσει και αξιολογήσει στην παρανομία. Ερχόταν, με έκρυβε, με τάιζε, αργότερα αυτή με βοήθησε να επιζήσω, άστα, άστα…».

«Όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση και ο Καραμανλής μας κυνήγησε κι έπεσε η μεγάλη τρομοκρατία, ούτε γάτες δεν μπαίνανε μέσα στο καφενείο. Ευτυχώς που η γυναίκα μου από μικρή ήταν πεπειραμένη νοσοκόμα και την είχαν ανάγκη εδώ οι γιατροί οι μεγάλοι, σαν το Χατζηλεωνίδα, και ταΐζαμε τα μωρά μας. Άνοιγα τον καφενέ και σχολούσα το βράδυ χωρίς σεφτέ! Αυτό γινόταν μέχρι το 1974 (μεταπολίτευση). Κι από τότε λέω χαριτολογώντας πως εγώ γεννήθηκα το 1974. Τότε έπαψε το κυνηγητό κι αισθάνθηκα ελεύθερος πολίτης. Και δούλεψα καμιά δεκαριά χρόνια, για να πάρω τη σύνταξή μου από το ΤΕΒΕ. Παράλληλα ασχολιόμουνα με το Κόμμα και κυρίως με την εφημερίδα μας, όπου έχω γράψει σχεδόν όλο τον εμφύλιο στη Λέσβο κι εκείνο που στεναχωριέμαι είναι που δεν έχω γράψει ακόμα σπουδαία και αξιόλογα γεγονότα του μονόπλευρου εμφυλίου».


«Είμαι τώρα Πρόεδρος στο Παράρτημα Μυτιλήνης της ΠΕΑΕΑ (αυτό το αξίωμα θα το πάρω μαζί μου φαίνεται), στη Χορωδία Μυτιλήνης, στο Δ.Σ. του ΚΑΠΗ με 2.500 μέλη, στο Δ.Σ. Συνταξιούχων του ΤΕΒΕ, στο Δ.Σ. του Εξωραϊστικού Συλλόγου Χαλίκων. Ήμουν πάντα εκλογικός αντιπρόσωπος του Κόμματος εκτός από τις φετινές βουλευτικές εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004, επειδή ήμουν άρρωστος».


πηγή: βιβλίο «Σελίδες του Αγώνα» - έκδοση της εφημερίδας Νέο Εμπρός, Μυτιλήνη 2007
..

Δεν υπάρχουν σχόλια: